- χαστουκώνω
- Ν [χαστούκι]χαστουκίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαστουκώνω — βλ. χαστουκίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαστουκίζω — χαστούκισα, χαστουκίστηκα, χαστουκισμένος, και χαστουκώνω χαστούκωσα, χαστουκώθηκα, χαστουκωμένος, δίνω χαστούκια, σφαλιαρίζω, ραπίζω: Τον χαστούκισε μπροστά σ όλο τον κόσμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)